- απροσμικτος
- ἀπρόσμικτοςἀ-πρόσμικτος2не общающийся, не вступающий в сношения
(τινι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινι Her.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απρόσμικτος — ἀπρόσμικτος, ον (Α) [προσμείγνυμι] αυτός που δεν συναναστρέφεται με άλλους, ακοινώνητος … Dictionary of Greek
ἀπρόσμικτος — holding no communion with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσμίκτως — ἀπρόσμικτος holding no communion with adverbial ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσμικτον — ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem acc sg ἀπρόσμικτος holding no communion with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπροσμίκτῳ — ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσμικτα — ἀπρόσμικτος holding no communion with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσμικτοι — ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιχθαλόεις — ἀμιχθαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. απροσπέλαστος, αφιλόξενος 2. (με άλλη ερμηνεία) καταχνιασμένος, ομιχλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που απαντά συνήθως σε θηλυκό γένος, ως προσδιορισμός του τοπωνυμίου Λήμνος (ἀμιχθαλόεσσα Λήμνος). Η … Dictionary of Greek
απροσμιγής — ἀπροσμιγής, ές (Μ) απρόσμικτος, ακοινώνητος … Dictionary of Greek
ἀπροσμίκτωι — ἀπροσμίκτῳ , ἀπρόσμικτος holding no communion with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)